Ένοχες για ανθρωποκτονία εξ αμελείας οι δύο γιατροί στην υπόθεση Καραγεωργίου

Συντάκτης Νίκος Πατούνας 26 Απριλίου, 2023 22:17

Ένοχες για ανθρωποκτονία εξ αμελείας οι δύο γιατροί στην υπόθεση Καραγεωργίου

Σύζυγος Δέσποινας: «Μία μικρή δικαίωση, όμως, δεν αλλάζει κάτι για εμάς»

Ανακοινώθηκε το μεσημέρι της Τετάρτης 26 Απριλίου 2023, από την Πρόεδρο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, η απόφαση για την υπόθεση του θανάτου της 37χρονης Δέσποινας Καραγεωργίου που διένυε τον 7ο μήνα της εγκυμοσύνης της, ο οποίος έλαβε χώρα στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης, τη νύχτα της 14ης προς 15ης Απριλίου 2021.

Η πρώτη κατηγορούμενη, ειδική γιατρός, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος και υπεύθυνη βάρδιας το μοιραίο βράδυ, κρίθηκε ένοχη για ανθρωποκτονία από αμέλεια, με ποινή φυλάκισης 3 ετών, με τριετή αναστολή.


Η δεύτερη  κατηγορούμενη, ειδικευόμενη γιατρός, επίσης Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, κρίθηκε ένοχη για ανθρωποκτονία εξ αμελείας και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών με τριετή αναστολή.

Να σημειωθεί πως η ανώτατη ποινή φυλάκισης που προβλέπεται για το εν λόγω αδίκημα είναι πενταετής.

Η τρίτη κατηγορούμενη, η μαία, κρίθηκε αθώα για την ανθρωποκτονία από αμέλεια, αλλά ένοχη για την κατηγορία της νόθευσης εγγράφου και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 μηνών με τριετή αναστολή και χρηματική ποινή 500 ευρώ.

Αναγνωρίστηκε και στις τρεις το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.

Η τέταρτη κατηγορούμενη, βοηθός νοσηλεύτριας, κρίθηκε αθώα από το Δικαστήριο.

Η πρόταση της Εισαγγελέως

Στην έναρξη της συνεδρίασης, η Εισαγγελέας αναφερθείσα στο ιστορικό της υπόθεσης, τόνισε πως η Δέσποινα Καραγεωργίου, έχοντας υποβληθεί σε επέμβαση αφαίρεσης αδενομυώματος, συμμορφώθηκε με τις οδηγίες των γιατρών της και έμεινε έγκυος στον ενδεδειγμένο χρόνο, δηλαδή 7 μήνες μετά το χειρουργείο της. Μιλώντας για την κατάσταση της θανούσας, όταν έφτασε στα Επείγοντα, επικαλέστηκε μαρτυρίες ανθρώπων που την είδαν εκείνο το βράδυ από κοντά και που περιέγραψαν την κατάστασή της με εκφράσεις, όπως ότι «σφάδαζε», ότι «είχε εικόνα βαρέως πάσχοντος», ότι «οι φωνές της θύμιζαν ψυχιατρικό και όχι παθολογικό περιστατικό», ότι ήταν «σε ημιλιπόθυμη κατάσταση».

Στη συνέχεια, κρίθηκε αναγκαία η εισαγωγή της στο νοσοκομείο, με διάγνωση ουρολοίμωξη με πιθανή πυελονεφρίτιδα. Η θανούσα είχε για τελευταία φορά επικοινωνία με τον σύζυγό της τηλεφωνικά στις 2.30 το πρωί, όπου του είπε ότι έχει αφόρητους πόνους και  καμία απολύτως βελτίωση. Η πρώτη κατηγορούμενη είχε αποχωρήσει από τον θάλαμο στις 2.15 και η δεύτερη ενημέρωσε λίγο αργότερα για τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων την ειδική γιατρό και επίσης αποχώρησε. Μετά από την αποχώρηση της δεύτερης κατηγορούμενης, η ασθενής παρακολουθούνταν από τη μαία και τη βοηθό νοσηλεύτριας. Η επιδείνωση της κατάστασης της Δέσποινας διαπιστώθηκε στις 6 το πρωί, ενώ στη συνέχεια, στο χειρουργείο διαπιστώθηκε ο θάνατος της ίδιας και του εμβρύου της, λόγω αθρόας αιμορραγίας που προκλήθηκε από τη ρήξη μήτρας.

Σύμφωνα με την Εισαγγελέα, η πρώτη κατηγορούμενη, που αρνήθηκε τις κατηγορίες που της αποδόθηκαν, κατά την απολογία της, μεταξύ άλλων, άσκησε κριτική σε όλους τους συναδέλφους της που ενεπλάκησαν στο περιστατικό, αλλά και σε μάρτυρες, αποδίδοντας μομφή σε όλους τους εμπλεκόμενους, ακόμη και σε όσους διενήργησαν εξετάσεις πριν από εκείνη, για τις ενέργειες και τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους. Όπως είπε η Εισαγγελέας, η πρώτη κατηγορούμενη είπε πως όλα τα έκανε καλώς, δεν υπήρξε ουδεμία αμέλεια από την πλευρά της, αφού προέβη σε ενδελεχή διερεύνηση, λαμβάνοντας υπόψη το  ιστορικό, τη διάγνωση της ουρολοίμωξης και την κλινική εικόνα και με βάση όλα αυτά προσπάθησε να καλύψει όλα πιθανά διαφοροδιαγνωστικά σενάρια. Ωστόσο, κατά την άποψη της Εισαγγελέως, από όλη τη διαδικασία, τις καταθέσεις μαρτύρων που εκτιμώνται ανάλογα με την αξιοπιστία και τις γνώσεις τους, από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, το αποδεικτικό υλικό εν γένει και τη δικογραφία, προκύπτει ότι ο θάνατος της Δέσποινας Καραγεωργίου ήταν αποτέλεσμα παραλείψεων και αμελούς συμπεριφοράς και των τεσσάρων κατηγορουμένων.

Συγκεκριμένα για την πρώτη κατηγορούμενη, που είχε την πρωταρχική ευθύνη, ειπώθηκε ότι δεν προέβη σε ορθή και έγκαιρη διάγνωση. Επικαλούμενη το πόρισμα της ΕΔΕ, η κυρία Εισαγγελέας σημείωσε πως η εσφαλμένη κρίση της γιατρού αποπροσανατόλισε την ιατρική φροντίδα, αφού όλες οι οδηγίες που δόθηκαν αφορούσαν την αντιμετώπιση ουρολοίμωξης. Όλο το βράδυ, τονίστηκε, και οι τρεις συγκατηγορούμενες, δρούσαν με βάση τις εντολές και τη διάγνωση της ειδικής γιατρού και πρώτης κατηγορούμενης.

Παράλληλα, η πρώτη κατηγορούμενη, όπως αναφέρθηκε, δεν προέβη σε  εντατική παρακολούθηση της ασθενούς ούτε έδωσε εντολή για κάτι τέτοιο, που ήταν αναγκαίο να γίνει όπως κατέθεσαν γυναικολόγοι, που  λαμβάνοντας υπόψη ιστορικό και κλινική εικόνα, έκαναν λόγο για μαιευτικό επείγον. Σύμφωνα με την Εισαγγελέα, επιβεβαιώθηκαν όλα τα στοιχεία του κατηγορητηρίου για αμέλεια, υποεκτίμηση και μη ορθή αξιολόγηση του ιστορικού της ασθενούς. Το ιστορικό της Δέσποινας αναφέρονταν διαρκώς κατά την παραμονή της στα ΤΕΠ και οι δύο γιατροί είχαν τις γνώσεις και θα έπρεπε να αντιληφθούν τι συνεπάγεται μία τέτοια επέμβαση, επισήμανε.

Αναφέρθηκε ακόμη ότι υποτιμήθηκε η κλινική της εικόνα, σημειώνοντας πως εφόσον λάμβανε τις τελευταίες μέρες αγωγή για ουρολοίμωξη τα συμπτώματα πόνου θα έπρεπε να είχαν υποχωρήσει, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις και τις πραγματογνωμοσύνες. Η κλινική εικόνα της δεν ήταν συμβατή με τη διάγνωση της πρώτης κατηγορούμενης. Υποτιμήθηκε ο οξύς πόνος της ασθενούς και δεν εκτιμήθηκε η αρνητική καλλιέργεια ούρων που είχε συντελεστεί πριν λίγες ημέρες.

Σύμφωνα με την Εισαγγελέα, από όλες  τις καταθέσεις προέκυψε ότι ο πόνος τέτοιας έκτασης σε έγκυο  είναι αρκετός για να εγείρει ανησυχίες  και να θέσει την ασθενή υπό εντατική παρακολούθηση ως μαιευτικό επείγον.

Ενδεικτικό του πόσο υποτίμησε την εικόνα της Δέσποινας η πρώτη κατηγορούμενη, είναι το γεγονός ότι αρχικά είχε πει στην ίδια και το σύζυγό τους ότι θα μπορούσαν να πάνε σπίτι τους, προτείνοντας να μείνει για να λάβει ενδοφλέβια αγωγή για ουρολοίμωξη για καλύτερο αποτέλεσμα. Επιπλέον, η Εισαγγελέας επισήμανε ότι δεν αξιολογήθηκε σωστά το αποτέλεσμα του υπερήχου, καθώς η συλλογή υγρού αγνοήθηκε ή δεν αξιολογήθηκε περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι και οι δυο γιατροί ήταν παρούσες και ενημερώθηκαν σχετικά από τον ακτινολόγο που τον διενήργησε.

Αναφορικά με το συνεχές καρδιοτοκογράφημα που τόνισαν γιατροί στις καταθέσεις τους πως θα ήταν αναγκαίο να γίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση ασθενούς, η Εισαγγελέας τόνισε πως κάτι τέτοιο δεν έγινε.  Δεν εκτίμησε σωστά η πρώτη κατηγορούμενη τα δεδομένα ώστε να διαπιστωθεί εγκαίρως το αίτιο της κατάστασης και να λάβει τα μέτρα εκείνα που θα ανέτρεπαν την κατάληξη του περιστατικού. Η Εισαγγελέας εκτίμησε ακόμη ότι το γεγονός πως δεν επιτράπηκε να παραμείνει ο σύζυγος ως συνοδός έπαιξε ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης, παρά το γεγονός μάλιστα ότι υπήρχε δυνατότητα να δοθεί, κατ’ εξαίρεση, σχετική άδεια παρά την κατάσταση με τον covid.

Η πρώτη κατηγορούμενη, πάντα κατά την Εισαγγελέα, επαναπαύτηκε στη διάγνωσή της και δεν μερίμνησε να διασφαλίσει ότι ελέγχει και αποκλείει κάθε άλλη παθολογική αιτία που μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην εγκυμοσύνη, όπως τελικά έγινε. Έδωσε εντολή για παρακολούθηση ανά τρίωρο, που είναι τακτική μεν, όμως, από τα γεγονότα και τη ραγδαία επιδείνωση 4 με 6 το πρωί, προέκυψε ότι δεν ήταν η εντατική παρακολούθηση που θα έπρεπε ώστε να αποκλειστεί οποιαδήποτε άλλη αιτία.

Και οι δύο γιατροί έμειναν στην διάγνωση της ουρολοίμωξης και δεν διερευνήθηκε κανένα άλλο ενδεχόμενο συμβατό με την κλινική εικόνα της θανούσας, σύμφωνα με την Εισαγγελέα. Όχι απλά δεν κρίθηκε αναγκαίο να κληθεί άλλος γιατρός για να συνδράμει, αλλά δεν κρίθηκε αναγκαίο ούτε να ρωτήσουν κάποιον συνάδελφό τους, όπως τον κ. Τσικούρα, που όπως κατέθεσε ο ίδιος, ήταν εκείνο το βράδυ ως αργά στο νοσοκομείο.

Για τη δεύτερη κατηγορούμενη η Εισαγγελέας σημείωσε ότι δεν προκύπτει ότι δεν προσήλθε να εξετάσει την ασθενή, αδιαφορώντας, όπως αναφέρει το κατηγορητήριο. Εξέτασε την ασθενή, ωστόσο δεν εκτίμησε ορθά την κατάσταση και δεν έκρινε αναγκαίο να ενημερώσει την ειδική γιατρό και πρώτη κατηγορούμενη. Κατά την Εισαγγελέα, επιβεβαιώνεται η αμελής της συμπεριφορά. Θα έπρεπε να έχει κινητοποιήσει την ειδική γιατρό, όπως προκύπτει από καταθέσεις και  πραγματογνωμοσύνες. Είχε τις  γνώσεις και την εμπειρία και μπορούσε να ελέγξει και να αξιολογήσει σωστά την κατάσταση και να ενημερώσει για τη μεταβολή, ωστόσο η ίδια ανέφερε ότι δεν βρήκε κάτι ανησυχητικό.

Για την τρίτη και τέταρτη κατηγορούμενη, η αμελής συμπεριφορά προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπήρχε από τις 4 το πρωί και μετά η κινητοποίηση που θα έπρεπε, όταν εμφανίστηκε αστάθεια και αύξηση σφίξεων στην ασθενή. Όπως είπαν, ειδοποίησαν τη δεύτερη κατηγορούμενη χωρίς να γνωρίζουν αν τελικά εκείνη προσήλθε και εξέτασε την θανούσα. Δεν γνώριζαν αν επιλήφθηκε η ειδικευόμενη γιατρός, όπως κατέθεσαν, ωστόσο δεν έκαναν καμία ενέργεια ως τις 6 το πρωί, σύμφωνα με την Εισαγγελέα. Έτσι, διαπιστώνεται αμελής συμπεριφορά και για τις δύο.

Κατά την Εισαγγελέα, αναφορικά με την κατηγορία της πλαστογραφίας για την  τρίτη κατηγορούμενη, δεν προκύπτει σκοπός παραπλάνησης κι έτσι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της πλαστογραφίας.

Κλείνοντας η Εισαγγελέας πρότεινε να κριθούν ένοχες και οι τέσσερις  για ανθρωποκτονία από συντρέχουσα αμέλεια, καθώς δεν ενήργησαν σύμφωνα με το καθήκον τους και επαναπαύτηκαν στην αρχική κρίση διάγνωση της ουρολοίμωξης.

Μπακαλάκης: Μικρή δικαίωση

Σε δηλώσεις του στη ΓΝΩΜΗ  μετά την ανακοίνωση της απόφασης, ο σύζυγος της Δέσποινας Κώστας Μπακαλάκης, είπε:

«Ήταν πολύ μακρά η όλη διαδικασία, ήταν δύσκολη για όλους μας. Θεωρώ ότι το αποτέλεσμα του δικαστηρίου ήταν τουλάχιστον αυτό που έπρεπε να είναι. Υπήρξαν οι όποιες τιμωρίες, όσο θα μπορούσε να τιμωρηθεί αυτό το γεγονός, αφού χαρακτηρίστηκε ως πλημμέλημα. Οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις τρεις πρώτες κατηγορούμενες είναι με αναστολή, κάτι το αναμενόμενο. Τουλάχιστον  τέλειωσε σε πρώτο βαθμό. Σίγουρα, απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι θα έχουμε και εφέσεις στο μέλλον. Όμως, είναι μια μικρή δικαίωση, όχι ότι θα αλλάξει τίποτα για εμάς. Οι  συνθήκες παραμένουν οι ίδιες, με όποια απόφαση. Τουλάχιστον, νιώθουμε μία μικρή ανακούφιση, ότι συνεχίζουμε σε αυτή τη χώρα να έχουμε μία μικρή ελπίδα ότι μέσω της δικαιοσύνης θα αλλάξουν, έστω στο μέλλον, κάποια πράγματα, μια και βλέπουμε ότι τέτοιες πρακτικές είναι κατακριτέες».

Η δικηγόρος της οικογένειας Ίλια Μαρινάκη εκτίμησε ότι ορθώς αθωώθηκαν για ανθρωποκτονία η μαία και η βοηθός νοσηλεύτριας, ενώ σχετικά με το τι σημαίνει αυτή η απόφαση για την οικογένεια της Δέσποινας, τόνισε: «Επί της ουσίας δεν σημαίνει τίποτα. Έχασαν  το παιδί και το εγγόνι τους. Από πλευράς ηθικής και τάξης, σαφώς σημαίνει κάποια πράγματα».

Πηγή: Εφημερίδα “Η Γνώμη“, ηλεκτρονική έκδοση gnomionline.gr


Συντάκτης Νίκος Πατούνας 26 Απριλίου, 2023 22:17

Δημοφιλή άρθρα

Ράδιο Έβρος TV