Μαλτέζος: Όταν τα μπλόκα τελειώνουν, η κρίση μένει

Συντάκτης Νewsroom 31 Δεκεμβρίου, 2025 12:30

Μαλτέζος: Όταν τα μπλόκα τελειώνουν, η κρίση μένει

Οι αγροτικές κινητοποιήσεις επανέρχονται περιοδικά στο προσκήνιο της δημόσιας ζωής, συνοδευόμενες από τηλεοπτικά πλάνα, πολιτικές δηλώσεις κατευνασμού και υποσχέσεις «διαλόγου», αλλά και από πρακτικές πολιτικού εκβιασμού και επιδίωξη πρόκλησης αρνητικών κοινωνικών αντανακλαστικών.

Όπως και τώρα, με τα Χριστούγεννα να έχουν περάσει και την Πρωτοχρονιά να πλησιάζει, τα τρακτέρ παραμένουν στις εθνικές οδούς, χιλιάδες ταξιδιώτες αναγκάζονται να κάνουν παρακάμψεις και η αστυνομία παρεμβαίνει για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας. Η κυβέρνηση επικαλέστηκε την ανάγκη ανεμπόδιστης μετακίνησης των πολιτών την περίοδο των γιορτών για να ζητήσει την άρση των κινητοποιήσεων. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, δεν είναι τι συμβαίνει όσο τα τρακτέρ βρίσκονται στους δρόμους, αλλά τι συμβαίνει μετά τα μπλόκα, όταν τα φώτα σβήνουν και η αγροτική κοινωνία επιστρέφει στη μοναξιά της.


Εκεί βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος. Το ελληνικό αγροτοκτηνοτροφικό ζήτημα δεν είναι απλώς εισοδηματικό ή διαχειριστικό. Είναι μια βαθιά κρίση αναπαραγωγής – οικονομικής και κοινωνικής. Μια κρίση που δεν αφορά μόνο το σήμερα, αλλά το αν υπάρχει αύριο για τον πρωτογενή τομέα.

Η στρατηγική του εκβιασμού και ο μηχανισμός του κοινωνικού αυτοματισμού.

Η στάση της κυβέρνησης απέναντι στις τρέχουσες κινητοποιήσεις αποκαλύπτει με σαφήνεια τη λογική που διέπει τη διαχείριση του αγροτικού ζητήματος. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι «η “μπάλα” είναι στους εκπροσώπους του πρωτογενούς τομέα», επικαλούμενος τις γιορτές και την ανάγκη ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών. Η δήλωση αυτή αντιπροσωπεύει μια συστηματική προσπάθεια ενεργοποίησης του κοινωνικού αυτοματισμού – δηλαδή της μετατόπισης της κοινωνικής δυσαρέσκειας από την κυβέρνηση που αδυνατεί να λύσει το πρόβλημα προς τους αγρότες που διεκδικούν την επιβίωσή τους.

Πρόκειται για μια αντιστροφή της πολιτικής ευθύνης: η κυβέρνηση που οφείλει να παράσχει λύσεις στα προβλήματα των αγροτών επιχειρεί να τους φορτώσει την ευθύνη για τις κοινωνικές επιπτώσεις της δικής της αδράνειας. Η ταλαιπωρία των χιλιάδων ταξιδιωτών που αναγκάζονται σε παρακάμψεις, η παρέμβαση της αστυνομίας, η όλη εικόνα δυσλειτουργίας παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων και όχι της κυβερνητικής ανικανότητας να επιλύσει το πρόβλημα. Το πρόβλημα των αγροτών και της αγροτικής οικονομίας δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μόνο μέσω συστημικών πολιτικών παρεμβάσεων από την κυβέρνηση που κατέχει την εξουσία. Το πραγματικό πρόβλημα της κυβέρνησης – όπως φαίνεται από την πρακτική της – είναι η αποδέσμευση από τα μπλόκα με το ελάχιστο δυνατό πολιτικό κόστος και χωρίς ουσιαστικές δεσμεύσεις προς τους αγρότες. Αυτό εξηγεί την πρόσκληση σε διάλογο χωρίς συγκεκριμένες θέσεις και δεσμεύσεις.

Οι αγρότες, ωστόσο, διατηρούν τις κινητοποιήσεις τους, ενώ προσπαθούν να μετριάσουν τις επιπτώσεις στους πολίτες, επιδεικνύοντας πολιτική ωριμότητα ακόμη και μέσα στη δύσκολη θέση στην οποία τους έχει τοποθετήσει η κυβερνητική τακτική. Η στρατηγική του πολιτικού εκβιασμού και της ενεργοποίησης του κοινωνικού αυτοματισμού συνεχίζεται, αλλά δεν έχει καταφέρει να σπάσει την αποφασιστικότητα των αγροτών.

Η δομική κρίση και η πελατειακή διαχείριση

Η κρίση που βιώνει ο πρωτογενής τομέας είναι δομική. Η ενοποίηση των αγορών και η παγκοσμιοποίηση της αγροτικής παραγωγής, όπως θεσμοθετήθηκαν μέσα από τις συμφωνίες του GATT και συνεχίζονται σήμερα μέσω των εμπορικών συμφωνιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τρίτες χώρες – από την Ουκρανία μέχρι τις χώρες της Νότιας Αμερικής (πρόσφατα με τη συμφωνία Mercosur) – έθεσαν τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς σε έναν ανταγωνισμό για τον οποίο δεν ήταν, και δεν θα μπορούσαν να είναι, εξοπλισμένοι. Η «τυπική ισότητα» των κανόνων λειτουργεί σε συνθήκες πραγματικής ανισότητας, ευνοώντας τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις, τις πολυεθνικές αλυσίδες και όσους ελέγχουν τη διανομή.

Χωρίς εθνικά αντίβαρα και χωρίς ισχυρούς συνεταιρισμούς, διαμορφώθηκε ένα στρεβλό μοντέλο «από το χωράφι στο ράφι», όπου ο αγρότης επιφορτίζεται το κόστος και ο καταναλωτής την ακρίβεια, ενώ η προστιθέμενη αξία απορροφάται από μεταπράτες και μεσάζοντες.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, μέσω των εθνικών στρατηγικών σχεδίων, έχει οδηγήσει σε μια de facto επαναεθνικοποίηση της ευθύνης χωρίς αντίστοιχη μεταφορά πόρων και εργαλείων. Παράλληλα, ο προϋπολογισμός και η ουσιαστική εμβέλεια της ΚΑΠ συρρικνώνονται, μετατρέποντάς την από πολιτική συνοχής σε μηχανισμό ελέγχου και συμμόρφωσης.

Στην ελληνική περίπτωση, αυτή η μετατόπιση συνοδεύτηκε από πελατειακή διαχείριση των επιδοτήσεων. Η Νέα Δημοκρατία, μεταβάλλοντας διαδοχικά υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης και διοικήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν διαμόρφωσε συνεκτικό σχέδιο αγροτικής πολιτικής. Αντίθετα, η πολιτική των επιδοτήσεων λειτούργησε ως εργαλείο εξυπηρέτησης συμφερόντων, με αποτέλεσμα τη σπατάλη ευρωπαϊκών πόρων, την απαξίωση του ΟΠΕΚΕΠΕ και τη διάχυτη αίσθηση αδικίας στους έντιμους παραγωγούς.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβερνητική πολιτική δεν λειτουργεί ως αντίβαρο στις ανισότητες της αγοράς, αλλά τις παγιώνει. Με την απουσία ουσιαστικών ρυθμιστικών παρεμβάσεων, ευνοείται η καρτελοποίηση σε όλη την αλυσίδα αξίας του πρωτογενούς τομέα – από τα εφόδια και την ενέργεια μέχρι τη μεταποίηση και τη λιανική. Το κόστος φορτώνεται στον παραγωγό και η ακρίβεια στον καταναλωτή, ενώ το κέρδος συγκεντρώνεται στους ίδιους λίγους παίκτες.

Η χαμένη γενιά

Η κατάσταση αυτή πλήττει ιδιαίτερα τους νέους αγρότες. Μια γενιά με σπουδές και τεχνογνωσία, που εισήλθε στην παραγωγή με επενδύσεις και προσδοκίες, αλλά αντιμετωπίζει ένα σύστημα χωρίς κανόνες και χωρίς προοπτική. Ένα σημαντικό τμήμα της νέας γενιάς, βλέποντας την απογοήτευση και τη στασιμότητα, εγκαταλείπει την παραγωγή, ακόμη κι όταν υπάρχει οικογενειακή περιουσία, με αποτέλεσμα να απαξιώνεται πολύτιμη γνώση και κεφάλαιο στην ύπαιθρο. Έτσι, αντί η ύπαιθρος να ανανεώνεται, εγκλωβίζεται ξανά σε έναν κύκλο απογοήτευσης και εγκατάλειψης, ενώ η χώρα χάνει ακριβώς εκείνους που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το μέλλον του πρωτογενούς τομέα.

Η ευθύνη της κυβέρνησης

Η «μπάλα» της πολιτικής ευθύνης βρίσκεται αναμφίβολα στην πλευρά της κυβέρνησης, όχι στους αγρότες που υπερασπίζονται την επιβίωσή τους. Η μαζικότητα των αγροτικών κινητοποιήσεων και η συμπαράσταση που επιδεικνύει σε αυτές η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας ανάγκασαν το Μέγαρο Μαξίμου να δεσμευτεί δημόσια για σεβασμό προς τους αγρότες. Στην πράξη, όμως, η κυβερνητική πολιτική συνεχίζει να αποφεύγει ουσιαστικές δεσμεύσεις. Η κυβέρνηση οφείλει να καταθέσει μια συνολική πολιτική λύση για το αγροτικό ζήτημα – τόσο για τα άμεσα προβλήματα των αγροτών όσο και για το μέλλον της αγροτικής οικονομίας.

Η στιγμή μετά τις κινητοποιήσεις είναι η πιο αποκαλυπτική. Όταν δεν υπάρχει πια ένταση ούτε κάμερες, επιστρέφει η πολιτική της αναβολής και της λήθης. Δεν υπάρχει απολογισμός ούτε εθνικό σχέδιο για την αγροτική παραγωγή.

Το αναγκαίο σχέδιο

Η απάντηση δεν μπορεί να είναι η σιωπή ούτε αποσπασματικά διαχειριστικά μέτρα. Θα συμφωνήσουν στην αναγκαία σύγκλιση και την κοινή δράση οι προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις, ώστε να διαμορφωθεί ένα συνεκτικό πολιτικό και παραγωγικό σχέδιο για τον πρωτογενή τομέα; Ένα σχέδιο που θα αντιμετωπίζει την αγροτική παραγωγή όχι ως υπολειμματικό κλάδο επιδοτήσεων, αλλά ως στρατηγικό πυλώνα παραγωγικής ανασυγκρότησης, κοινωνικής συνοχής και διατροφικής ασφάλειας της χώρας.

Μια τέτοια στρατηγική οφείλει να βασίζεται στον συνεργατισμό και στις συνέργειες για οικονομίες κλίμακας, σε ισχυρές δημόσιες πολιτικές για εγχώριο πολλαπλασιαστικό υλικό και εφόδια, στη διασύνδεση έρευνας και πανεπιστημίων με την παραγωγή και στην αξιοποίηση της επιστήμης, της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης.

Παράλληλα, απαιτείται συνεχής πολιτική αναδασμών με αυστηρή επιτήρηση της εφαρμογής τους, ώστε να αποφευχθεί η ανατροπή των ωφελειών από μεταγενέστερους κατακερματισμούς, με στόχο την αύξηση της έκτασης των αγροτεμαχίων και τη δημιουργία βιώσιμων μονάδων παραγωγής.

Κρίσιμο ρόλο στο σχέδιο αυτό κατέχει η διαχείριση των υδατικών πόρων. Απαιτούνται δημόσιες παρεμβάσεις στο κόστος ενέργειας και άρδευσης, με ισχυρό ρόλο της δημόσιας ΔΕΗ. Η διαχείριση του νερού άρδευσης πρέπει να τεθεί υπό δημόσιο έλεγχο, με στήριξη των Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) και αξιοποίηση των κοινοτικών και εθνικών πόρων για έργα υποδομής άρδευσης. Η χώρα δεν μπορεί να συνεχίσει να χάνει πολύτιμους υδατικούς πόρους στη θάλασσα, ενώ παράλληλα απαιτούνται διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες για τα διασυνοριακά ποτάμια που να διασφαλίζουν την ορθολογική κατανομή και αξιοποίηση του νερού προς όφελος της αγροτικής παραγωγής.

Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα όταν τα μπλόκα τελειώνουν: αν η κρίση θα μείνει ξανά χωρίς απάντηση, αν ο πρωτογενής τομέας θα αφανιστεί ή αν θα υπάρξει πολιτική που θα διασφαλίσει τη διατροφική ασφάλεια της χώρας και θα επιτρέψει στην ύπαιθρο να ζήσει, να παράγει και να έχει μέλλον.

*Μενέλαος Φ. Μαλτέζος – Οικονομολόγος, π. Βουλευτής Έβρου


Συντάκτης Νewsroom 31 Δεκεμβρίου, 2025 12:30

Ράδιο Έβρος TV