Αλλαγές στο επίδομα ανεργίας ΔΥΠΑ το 2026: «Σπάει» στα δύο για όλους
Το 2026 χαρακτηρίζεται έτσι ως χρονιά μετάβασης σε ένα μόνιμο και πιο ευέλικτο σύστημα επιδότησης ανεργίας.
Μέσα στο πρώτο τριμήνο του 2026 αναμένεται να ολοκληρωθεί ο κύκλος της πιλοτικής εφαρμογής του νέου επιδόματος ανεργίας ΔΥΠΑ, το οποίο βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη από τον περασμένο Μάρτιο. Με την ολοκλήρωση της δοκιμαστικής φάσης, η διοικήτρια της ΔΥΠΑ Γιάννα Χορμόβα θα προχωρήσει στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς του, ώστε στη συνέχεια να ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις για την σταδιακή εφαρμογή του νέου μοντέλου επιδότησης σε όλους τους νέους ανέργους.
Αμέσως μετά το κλείσιμο της δοκιμαστικής φάσης, θα ακολουθήσει η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Το 2026 χαρακτηρίζεται έτσι ως χρονιά μετάβασης σε ένα μόνιμο και πιο ευέλικτο σύστημα επιδότησης ανεργίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΥΠΑ, μέχρι σήμερα, περίπου 12.000 άτομα έχουν λάβει το επίδομα με τη νέα λογική καταβολής, η οποία συνδυάζει αναλογικότητα και αυξημένη ενίσχυση στους πρώτους μήνες της ανεργίας. Από τους συμμετέχοντες, σχεδόν ένας στους πέντε έχει ήδη επιστρέψει στην αγορά εργασίας, γεγονός που οδήγησε στη διακοπή της επιδότησης.
Το ποσοστό επανένταξης στην εργασία είναι θετικό, αλλά μένει να φανεί αν οι θέσεις στις οποίες επέστρεψαν οι άνεργοι είναι σταθερές και ποιοτικές.
Η αυξημένη ενίσχυση στους πρώτους μήνες είναι θετική, όμως πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν ασκεί άμεση πίεση στους ανέργους να δεχτούν δουλειές που δεν τους ταιριάζουν.
Οι υπηρεσίες της ΔΥΠΑ προβλέπουν ότι μέχρι τον Φεβρουάριο του 2026 θα έχει συμπληρωθεί το ανώτατο όριο των 15.000 συμμετεχόντων που έχει τεθεί για την πιλοτική περίοδο. Το όριο αυτό έχει συμφωνηθεί μαζί με το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο χρηματοδοτεί το έργο με 100 εκατ. ευρώ, ως επαρκές δείγμα για την εξαγωγή ασφαλών και αξιόπιστων συμπερασμάτων. Το πλήθος των συμμετεχόντων κρίνεται ότι προσφέρει αντιπροσωπευτική εικόνα των διαφορετικών προφίλ ανέργων και καθιστά εφικτή την αξιολόγηση των επιπτώσεων του νέου πλαισίου τόσο στην κάλυψη των αναγκών των δικαιούχων όσο και στην επιστροφή τους στην απασχόληση.
Η έννοια της «απασχολησιμότητας» βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της αξιολόγησης, καθώς το κρίσιμο ερώτημα είναι αν –και πόσο– το νέο επίδομα βοηθά πραγματικά στην ταχύτερη επανένταξη των ανέργων. Το αρχικό δείγμα των 12.000 συμμετεχόντων παρέχει ήδη ισχυρές ενδείξεις ότι η εμπροσθοβαρής ενίσχυση λειτουργεί ως κίνητρο αναζήτησης εργασίας, αλλά η τελική κρίση θα αναλυθεί στη βάση όλων των διαθέσιμων δεδομένων όταν ολοκληρωθεί η περίοδος εφαρμογής.
Νέο επίδομα ανεργίας
Το νέο μοντέλο διαφοροποιείται ριζικά από το σημερινό καθεστώς, το οποίο προβλέπει ένα οριζόντιο επίδομα 540 ευρώ για όλους τους δικαιούχους. Αντίθετα, η νέα λογική προσαρμόζει το ύψος της επιδότησης στις καταβληθείσες εισφορές και στο συνολικό εργασιακό ιστορικό κάθε ασφαλισμένου. Έτσι, εργαζόμενοι με μακρά επαγγελματική πορεία και υψηλότερες αποδοχές μπορεί να λάβουν, στους πρώτους μήνες ανεργίας, ενίσχυση που φτάνει έως και τα 1.295 ευρώ. Στον αντίποδα, κάποιοι άλλοι θα λάβουν χαμηλότερα ποσά από τα σημερινά, καθώς η επιδότηση θα υπολογίζεται πλέον αναλογικά.
Για να ενταχθεί κάποιος στο πιλοτικό σχήμα, χρησιμοποιείται ένας ειδικός αλγόριθμος, ο οποίος συγκρίνει δύο ποσά: αυτό που θα λάμβανε ο άνεργος με το σημερινό καθεστώς και αυτό που θα λάμβανε με το νέο σύστημα. Αν το νέο μοντέλο αποδίδει υψηλότερη παροχή, τότε ο άνεργος επιλέγεται για συμμετοχή. Με αυτό τον τρόπο, διασφαλίζεται ότι η πιλοτική φάση δεν θα προκαλέσει απώλειες εισοδήματος σε κανέναν από τους συμμετέχοντες.
Σημαντική διαφορά υπάρχει και στα κριτήρια επιλεξιμότητας. Ενώ στο ισχύον καθεστώς απαιτούνται 125 ημέρες ασφάλισης –ή 100 για τους οικοδόμους– μέσα στο τελευταίο 14μηνο, στο νέο σύστημα ο απαραίτητος αριθμός ημερών αυξάνεται στις 175. Η αλλαγή αυτή ενισχύει τον ανταποδοτικό χαρακτήρα της ασφάλισης κατά της ανεργίας και διασφαλίζει ότι η επιδότηση απευθύνεται σε όσους διαθέτουν επαρκές ασφαλιστικό υπόβαθρο.
Το νέο επίδομα αποτελείται από δύο μέρη:
Σταθερό μέρος:
Το σταθερό σκέλος υπολογίζεται με βάση τον κατώτατο μισθό και ακολουθεί φθίνουσα πορεία κατά τη διάρκεια της ανεργίας. Το πρώτο τρίμηνο αντιστοιχεί στο 70% του κατώτατου ημερομισθίου (ή του μέσου ημερομισθίου του δικαιούχου, αν οι αποδοχές του ήταν χαμηλότερες). Στα επόμενα τρίμηνα το ποσοστό μειώνεται σταδιακά: 60% στο δεύτερο, 50% στο τρίτο, 40% στο τέταρτο. Αν η ανεργία συνεχιστεί και δεύτερο έτος, τότε το επίδομα μειώνεται στο 30% για το πρώτο εξάμηνο και στο 20% για το δεύτερο. Παρά τις μειώσεις, ο μέσος όρος του πρώτου έτους παραμένει στο 55% του κατώτατου μισθού, όπως ισχύει και σήμερα.
Μεταβλητό μέρος:
Το μεταβλητό σκέλος συνδέεται με τα έτη ασφάλισης –από το τέταρτο έως και το εικοστό– και με τον μέσο όρο των αποδοχών του ασφαλισμένου. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια εργασίας, τόσο υψηλότερη είναι η ενίσχυση, στοιχείο που ενισχύει την ανταποδοτικότητα.
Η συνολική διάρκεια επιδότησης μπορεί να φτάσει έως τους 24 μήνες, ενώ η εμπροσθοβαρής καταβολή ενισχύεται ιδιαίτερα στους πρώτους μήνες, ώστε να καλύπτει τις αυξημένες ανάγκες της αρχικής περιόδου ανεργίας. Παράλληλα, η σταδιακή μείωση του επιδόματος λειτουργεί ως αντικίνητρο για τη μακροχρόνια απομάκρυνση από την αγορά εργασίας.
dnews.gr






